Γλωσσοδέτες
Στην ελληνική λαογραφία ο όρος γλωσσοδέτης ή γλωσσολύτης ή και "καθαρογλώσσημα" αποτελεί συνήθως μια πρόταση, την οποία πρέπει κανείς να επαναλάβει ή να επαναλαμβάνει συνεχώς ταχύτερα, με λέξεις που μοιάζουν μεταξύ τους, περισσότερο όμως πλαστές, και που καθίστανται έτσι δυσπρόφερτες προκαλώντας τα γέλια με τους αποτυχόντες την ορθή επανάληψη.
Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή.
Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή;
Μια τίγρη με τρία τιγράκια.
Κουκιά βραστά, σκαστά, σπαστά,
με τη βραστή, σκαστή, σπαστή κουτάλα.
Μια πάπια, μα ποια πάπια; Μια πάπια με παπιά.
Ανέβηκα στη τζιτζιριά, στη μιτζιριά,
στη τζιτζιμιτζιχοτζιριά
να φάω τα τζίτζιρα, τα μίτζιρα
τα τζιτζιμιτζιχότζιρα
και με βρήκε ο τζίτζιρας
ο τζιτζιμιτζιχότζιρας
και μου φαγε τα τζίτζιρα, τα μίτζιρα,
τα τζιτζιμιτζιχότζιρα.
Της καρέκλας το ποδάρι
ξεκαρεκλοποδαρώθηκε.
Ανεβαίνω, κατεβαίνω,
μπαινοβγαίνω,
ανεβομπαινοβγαινοκατεβαίνω.
Πέμπτη, πέφτει ο πεύκος κάτω.
Βρίσκω τις πόρτες κλειδωτές, κλειδωμένες
και κλειδαμπαρωμένες.
Άσπρο χαρτί και ξέξασπρο
και ξέξασπρο μελάνι
και ξέξασπρη γραμματική,
έξασπρο γράμμα κάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου